- αριστοτεχνικός
- -ή, -όεπίρρ. -ά αυτός που είναι καμωμένος με εξαιρετική τέχνη, έξοχος: Του έδωσε μιαν αριστοτεχνική απάντηση.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αριστοτεχνικός — ή, ό αυτός που δημιουργήθηκε ή επιτελέστηκε με άριστη τέχνη, ο τέλειος από καλλιτεχνική άποψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < αριστοτεχνία. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek
αριστουργηματικός — ή, ό ο κατασκευασμένος με άριστη τέχνη, ο αριστοτεχνικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αριστούργημα. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
κάστρο — Μεσαιωνικό φρούριο· τείχος που περιβάλλει πόλη. Η λέξη προέρχεται από το λατινικό castellum, υποκοριστικό του castrum και υποδηλώνει, στη ρωμαϊκή ονοματολογία, ένα οχυρό σχετικά περιορισμένων διαστάσεων. Οι δύο αυτοί όροι, ωστόσο, δεν… … Dictionary of Greek
έντεχνος — η, ο επίρρ. α που γίνεται ή έγινε με τέχνη ή επιτηδειότητα, αριστοτεχνικός, επιδέξιος: Απέφυγε έντεχνα την επίθεση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)